- τέρτατος
- τέρτᾰτος, α, ον, [dialect] Aeol. for τρίτατος, cj. Ahrens for τέτρατος in Pi. O.8.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέρτατος — άτα, ον, Α (αιολ. τ.) βλ. τρίτατος … Dictionary of Greek
τερτάτοις — τέρτατος masc/neut dat pl τρίτατος in the third place masc/neut dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίτατος — άτη, ον, και αιολ. τ. τέρτατος, άτα, ον, Α 1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ ,...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην στην τρίτη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. τού τρίτος με επίθημα ατος… … Dictionary of Greek